- κρυφομουρμουρίζω
- μιλώ κατ' ιδίαν ή συζητώ με άλλον ψιθυριστά, κρυφά, χωρίς να ακούγομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek
κρυφομουρμούρισμα — το [κρυφομουρμουρίζω] 1. κρυφή ή ψιθυριστή συζήτηση, μυστική συνεννόηση, σιγανή συνομιλία 2. το να μιλά κανείς κατ ιδίαν και σιγανά, χωρίς να απευθύνεται σε άλλον … Dictionary of Greek